Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

Η ΕΠΟΝ κι εμείς: καθημερινότητα, μαζικότητα, ταυτότητα

Το πρώτιστο στοίχημα για κάθε φορέα, πολιτικό ή άλλο, είναι να προσδώσει ένα ιδιαίτερο νόημα στην ερμηνεία της πραγματικότητας και στις δράσεις των ανθρώπων
 
Του Σταύρου Παναγιωτίδη

Η πρόσφατη εκδήλωση των Νέων του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα για τα 70 χρόνια από την ίδρυση της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων, της ΕΠΟΝ, αποτέλεσε μια ευκαιρία για να προστεθεί ένα ακόμη κομμάτι στην πολύχρονη συζήτηση αναφορικά με τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν για τη σύγχρονη πολιτική μας δράση από τη μελέτη της ιστορίας της Αντίστασης. Βέβαια, τέτοιες συζητήσεις συνήθως μας φέρνουν αντιμέτωπους με μια σειρά αντιλήψεων για την ιστορία που είναι εξαιρετικά διαδεδομένες μεταξύ των ανθρώπων, ακόμη και αυτών της Αριστεράς. Αντιλήψεις όπως ότι  «η ιστορία επαναλαμβάνεται» και άρα ότι «η ιστορία μας διδάσκει». Οι ιστορικοί του χώρου μας δίνουν από χρόνια μία μάχη στο ακαδημαϊκό μετερίζι για να δείξουν πως τα ιστορικά γεγονότα είναι στην πραγματικότητα μοναδικά και ανεπανάληπτα. Ως εκ τούτου, η ιστορία δεν διδάσκει, τουλάχιστον όχι με τον απόλυτο τρόπο που συνηθίζουμε να το πιστεύουμε. Δηλαδή, η ιστορία δεν δίνει συνταγές, το παρελθόν δεν προσφέρεται για εργαλειακή χρήση και για εύκολες επιβεβαιώσεις της μίας ή της άλλης άποψης του παρόντος. Η αντίθετη λογική έχει ματώσει για δεκαετίες το παγκόσμιο αριστερό κίνημα. Ο Καστοριάδης, μιλώντας για τη σχέση των αριστερών με το παρελθόν, είχε πει ότι «το δράμα των κομμουνιστών του 19ου αιώνα ήταν πως κάποιες συνθήκες του καπιταλισμού της εποχής τους τις ανήγαγαν σε διαχρονικές. Το δράμα των κομμουνιστών του 20ου αιώνα είναι πως προσπαθούν να καταλάβουν την αλήθεια για τον κόσμο που τους περιβάλει διαβάζοντας βιβλία γραμμένα εκατό χρόνια πριν». Βεβαίως, ο Μαρξ στο Κεφάλαιο είχε συναίσθηση αυτής της κατάστασης και της ευρύτερης επίδρασης που έχει στους ανθρώπους το παρελθόν, αφού γράφει πως «ο πεθαμένος πιάνεται πάνω από τον ζωντανό». Όμως, το παρελθόν μας, οι νεκροί και οι ζωντανοί μας δεν είναι για να μας στοιχειώνουν. Είναι για να μας ζωογονούν. Δεν είναι για να μας δείχνουν το δρόμο, αλλά για να μας βοηθούν να ανοίξουμε το δικό μας δρόμο.

Η πολιτική σημασία της εξέτασης της ιστορίας, λοιπόν, έγκειται όχι στο να βγάλουμε συνταγές για τη σημερινή πολιτική μας δράση. Αλλά στο να εξετάσουμε κριτικά το παρελθόν, τις μεγάλες κόκκινες μέρες με τις οποίες συνδέσαμε τη ζωή μας από όταν αποφασίσαμε να μπούμε στην Αριστερά και να βρούμε στοιχεία μεθοδολογίας που να μπορούν να εμπνεύσουν τους αγώνες μας. Η ΕΠΟΝ μαζί με τη Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη αποτελούν τις πιο μαζικές οργανώσεις Νεολαίας που έχει γνωρίσει ποτέ η Ελλάδα. Κοινό τους στοιχείο, πέρα από τη σύνδεση τους με την οργανωμένη Αριστερά, ήταν ο ευρύς και ανοιχτός χαρακτήρας τους. Από την ΕΠΟΝ υπολογίζεται πως πέρασαν συνολικά πάνω από 600.000 νέοι άνθρωποι. Τα νούμερα είναι συγκλονιστικά. Πως πραγματοποιήθηκε λοιπόν αυτό το οργανωτικό και πολιτικό θαύμα;

Το πρώτιστο στοίχημα για κάθε φορέα, πολιτικό ή άλλο, είναι να προσδώσει ένα ιδιαίτερο νόημα στην ερμηνεία της πραγματικότητας και στις δράσεις των ανθρώπων. Η ΕΠΟΝ αυτό το κατάφερε χρησιμοποιώντας τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, βασιζόμενη δηλαδή στις ανάγκες των νέων της εποχής. Πρώτα από όλα, στην ανάγκη για Αντίσταση απέναντι στη διαμορφωμένη κατάσταση και την ματαίωση της λαϊκής πατριωτικής περηφάνειας, δίνοντας διέξοδο στο δομικό πρόβλημα της Κατοχής, αλλά και στα ψυχολογικά προβλήματα των ανθρώπων. Όπως λέει πολύ παραστατικά ένα βιβλίο που περιγράφει ψυχαναλυτικά την εμπειρία της Κατοχής «Έτσι πρέπει να νοηθεί ο ψυχολογικός ρόλος της αντίστασης. Αν στην οπισθοδρόμηση βλέπουμε μια πορεία απώλειας του “ανθρώπινου”, στην αντίσταση αντίθετα πιστοποιούμε μια αντίθετη κίνηση, ένα προοδευτικό “εξανθρωπισμό”. Με την ψυχολογία της αντίστασης ξεπερνιότανε η ψυχολογική τυραννία του άγχους κι η ανήκουστη οπισθοδρόμηση της προσωπικότητας από την αδυσώπητη δράση της τρομοκρατίας και της πείνας. [...] Η δυσάρεστη, αγχώδης συναισθηματική τάση ελαττωνότανε όσο μεταμορφωνότανε σε συνειδητοποιημένη δράση». [1]

Κάπου εδώ θα θυμίσουμε το γνωστό αντάρτικο τραγούδι, τον ύμνο του ΕΑΜ, ο οποίος λέει πως «το ΕΑΜ μας έσωσε απ΄ την πείνα, θα μας σώσει κι από τη σκλαβιά». Ιδού λοιπόν, άλλη μια θεμελιώδης ανάγκη που έγινε βάση για τη δράση της ΕΠΟΝ. Η οργάνωση της καθημερινότητας των ανθρώπων, η αντιμετώπιση των άμεσων βιοτικών τους προβλημάτων, όπως το επισιτιστικό. Την ίδια στιγμή όμως, η ΕΠΟΝ αντιμετώπιζε και τις ειδικές ανάγκες των νέων. Διοργάνωνε πάρτι, εκδρομές, πολιτιστικά γεγονότα, όλα εξαιρετικά κρίσιμα, αφού η καταπίεση και το αίσθημα αδιεξόδου δεν οδηγούν από μόνα τους στην επαναστατικότητα. Συνήθως οδηγούν στην κατάθλιψη, δηλαδή την απουσία νοήματος, και την παραίτηση. Η ΕΠΟΝ, στον αντίποδα, δημιουργούσε μια νέα και ελκυστική νεολαιίστικη κουλτούρα, η οποία εξέφραζε όλο το εύρος των ανησυχιών της νεολαίας. Με αυτά τα πράγματα συνδεόταν και έπαιρνε ώθηση ο αντιστασιακός αγώνας αλλά και οι ευρύτερες πολιτικές στοχεύσεις της. Στο πλαίσιο της ΕΠΟΝ προωθήθηκε ακόμη και ο αγώνας για τη γυναικεία χειραφέτηση, αφού εκεί, όπως αναφέρει και η Οντέτ Βαρών – Βασάρ, χιλιάδες νέα κορίτσια άκουσαν για πρώτη φορά για την ισοτιμία της γυναίκας, για το ότι εκτός από τα δεσμά του κατακτητή πρέπει να απαλλαχθούν και από τα δεσμά της οικογένειας αλλά και των ανδροκρατούμενων πολιτικών οργανώσεων. [2] 

Επίσης, η ΕΠΟΝ όριζε σαφώς πως είναι μια οργάνωση που θέλει να δράσει και μετά την απελευθέρωση, που ο σκοπός της ήταν ευρύτερα αναμορφωτικός, που στόχευε στην επίτευξη ευρύτερων αλλαγών στην ελληνική κοινωνία. Για αυτό και προσπαθούσε με τη δράση να δίνει στα μέλη της, και όχι μόνο, την ευκαιρία να γευτούν μία προεικόνιση του νέου κόσμου που ήθελε να φέρει, να πραγματοποιεί ήδη την αλλαγή. Όπως μας λέει ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης, «για τους νέους της ΕΠΟΝ η προσδοκώμενη μεταπολεμική Ελλάδα ήταν ήδη παρούσα στους μικρόκοσμους των συνοικιακών οργανώσεων. Αυτό που έμενε να γίνει ήταν να εδραιώσουν στη μεταπολεμική κοινωνία όσα κέρδισαν στις έκτακτες συνθήκες της Κατοχής. Μια κανονικότητα που ωστόσο ποτέ δεν ήρθε». Ας το δούμε και με τα λόγια μίας από τις χιλιάδες κοπέλες που οργανώθηκαν στην ΕΠΟΝ: «Μερικά συνθήματα που είχε το ΕΑΜ για καλύτερη ζωή, για δημοκρατία, για ίσες ευκαιρίες για όλους, χωρίς φτώχια […] τα συνθήματα στους τοίχους σου δίνανε μια κατεύθυνση […] Δεν θέλαμε μόνο να ελευθερωθούμε. Μια κι έγινε που έγινε όλη αυτή η φασαρία, μια που τραβήξαμε όλα αυτά, μια και πέθανε τόσος κόσμος […] ε, καλά ήτανε να αλλάξει η ζωή μας. Έτσι δεν είναι; Δεν είναι πολύ φυσιολογικό; […] Νομίζαμε ότι μέσα σ’ αυτό τον αγώνα που ήτανε εναντίον των κατακτητών ότι ήτανε και αυτό μαζί, η αλλαγή της ζωής. Ήτανε μέσα». [3] 

Το παραπάνω παράθεμα μας οδηγεί και σε άλλο ένα συμπέρασμα. Η ΕΠΟΝ, όπως και το ίδιο το ΕΑΜ και η Νεολαία Λαμπράκη αργότερα, χρησιμοποιώντας το ευρύτερο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο της τότε συγκυρίας (Αντίσταση, αντιφασισμός, πατριωτισμός, λαϊκή υπερηφάνεια), κατάφερε να προσεγγίσει ένα τεράστιο κομμάτι της ελληνικής νεολαίας και διά αυτού του δρόμου να το φέρει σε επαφή με τα αριστερά πολιτικά προτάγματα. Από τις ανάγκες και την ιδεολογία των πολλών, έφτασε στην ιδεολογία της Αριστεράς. Και έτσι, κατάφερε να προσφέρει στους ανθρώπους μία ταυτότητα. Ξέρουμε πως οι ταυτότητες, ειδικά οι συλλογικές, είναι κρίσιμο στοιχείο για την πολιτική δραστηριοποίηση, για τη δυνατότητα των ανθρώπων να κινητοποιούνται. Οι νέοι λοιπόν γίνονταν «ΕΠΟΝίτες», έμπαιναν σε μία συλλογικότητα, αποκτούσαν ένα αίσθημα του «συνανήκειν» και συλλογικές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, δίνοντας έτσι στη ζωή και τη δράση τους ένα νέο όραμα και νόημα, συλλογικό, για αυτό και πολύ ισχυρό. Και αυτήν την ταυτότητα του ΕΠΟΝίτη την συγκροτούσαν και τα ίδια τα μέλη της ΕΠΟΝ, χωρίς να υπερισχύει κάποιος φόβος πως αυτό θα αλλοίωνε τον αριστερό χαρακτήρα της οργάνωσης.

Τέλος, μέσα σε όλα αυτά πρέπει να τονιστεί και η πολύ μεγάλη δικτύωση που είχε η ΕΠΟΝ, ακόμη και σε συνοικιακές ποδοσφαιρικές ομάδες, αναζητώντας κάθε τρόπο για να έρθει σε επαφή με τους νέους ανθρώπους. Πάνω από όλα βέβαια, η ΕΠΟΝ βλάστησε πάνω στο εύφορο χώμα της νεανικότητας, της αίσθησης των νέων και χωρίς πολλές δεσμεύσεις ανθρώπων πως στις συντριπτικές συνθήκες της Κατοχής δεν είχαν τίποτα να χάσουν ή έστω πως αυτό που είχαν να χάσουν ήταν μικρό μπροστά σε αυτό που τους στερούνταν.

Στο δια ταύτα λοιπόν. Η ΕΠΟΝ κατάφερε αυτό το παγκόσμιο φαινόμενο της τόσο μαζικής και αγωνιστικής οργάνωσης των νέων επειδή προσέφερε ένα πεδίο υλικής και ψυχολογικής Αντίστασης, επειδή παρείχε ένα πεδίο συν-διαμόρφωσης μίας συλλογικής ταυτότητας και επειδή οργάνωσε την καθημερινή ζωή των ανθρώπων και ειδικά των νέων με βάση τις άμεσες βιοτικές και πνευματικές ανάγκες τους. Όμως, όλα αυτά είχαν νόημα, μόνο επειδή η ΕΠΟΝ ήταν απολύτως ανοιχτή στη μαζική συμμετοχή νέων ανθρώπων, χωρίς υψηλά προαπαιτούμενα, επειδή γνώριζε πως δεν μπορείς να φτιάξεις αριστερούς έξω από την Αριστερά! Και έτσι ήταν αυτό που σήμερα θα λέγαμε μια «Αριστερά του αποτελέσματος». Μέσα από αυτά κατάφερε να επεκταθεί σε όλη την Ελλάδα, να εντείνει τον ριζοσπαστισμό εκατοντάδων χιλιάδων νέων ανθρώπων, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων δεν είχαν καμία σχέση με την Αριστερά και τις αρχές της μέχρι τότε, να τους προσφέρει ένα συλλογικό όραμα κοινωνικής αλλαγής το οποίο διαμόρφωσαν και οι ίδιοι. Μέσα από τα ευρύτερα ιδεολογικά υλικά της Αντίστασης, του πατριωτισμού και του αντιφασισμού οδήγησε τα μέλη της στην ιδεολογική και οργανωτική σχέση με την Αριστερά. Πατώντας πάνω σε νοήματα κυρίαρχα για τον κόσμο και αλλάζοντας το περιεχόμενό τους. Διότι, όπως μας λέει και πάλι η Οντέτ Βαρών- Βασάρ «ποτέ πριν και ποτέ μετά τόσοι πολλοί νέοι και νέες δεν διασταυρώθηκαν ενεργά με την πολιτική, με τη δράση, με την αριστερή ιδεολογία, με τρόπο που σημάδεψε για πάντα την προσωπικότητα και τη ζωή τους, πράγμα που μας επιτρέπει να μιλήσουμε για μια μοναδική συνάντηση». [4]

Είναι λοιπόν όλα αυτά μια κόκκινη κλωστή την οποία μπορούμε να ακολουθήσουμε και σήμερα; Λέμε πως ναι, είναι. Είναι η κεντρική λογική των όσων περιγράφηκαν ενσωματώσιμη στις σημερινές μας πολιτικές δράσεις, μέσα από τις οργανώσεις της Αριστεράς, τις παραδοσιακές συλλογικότητες και φορείς αλλά και από τα πρωτοπόρα εγχειρήματα, όπως τα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης; Μας διδάσκουν όλα αυτά – ιδού λοιπόν τώρα – πως πολιτική είναι κατά βάση όχι το τι (ριζοσπαστικό, αριστερό κλπ) λες αλλά το τι κάνεις; Μας δείχνουν όλα αυτά την ανάγκη να δημιουργούμε μαζικές νεανικές συλλογικότητες, να προωθούμε ριζοσπαστικές νεανικές ταυτότητες σε κόσμο που δεν έχει σχέση με την Αριστερά χωρίς να φοβόμαστε για την αλλοίωσή μας; Μας δείχνουν ότι το κρίσιμο είναι κάθε φορά να ορίζει κανείς τις βασικές διαχωριστικές γραμμές (ανάμεσα στον πατριωτισμό και την προδοσία τότε, στην απόρριψη και στην υποστήριξη του Μνημονίου σήμερα, στην αντίσταση και στην αποδοχή πάντα) και μέσα από αυτές, μέσα από ευρύτερα μέτωπα, λαϊκές κινητοποιήσεις και ιδεολογικές αναφορές να οδηγούμε στην πολιτική και ιδεολογική ριζοσπαστικοποίηση; Ναι. Χωρίς εύκολες αναλογίες και συμψηφισμούς, αλλά αναμφίβολα ναι. Και πάνω από όλα με την υπόμνηση του Μαρξ να ηχεί τα αυτιά μας: «Η κομμουνιστική επανάσταση δεν μπορεί να αντλεί την ποίηση της από το παρελθόν, αλλά από το μέλλον». Αυτό έκανε η ΕΠΟΝ, αυτό θα κάνουμε κι εμείς σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Αντώνης Ρουπακιώτης  /   Θα είχαμε τελειώσει νωρίτερα με τη Χρυσή Αυγή αν ο Σαμαράς δεν μας σταμάταγε ΠΟΛΙΤΙΚΗ     3’ 12.10.20  11:15     ...